Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

το μουσείο

  • 1 μουσείο(ν)

    το музей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μουσείο(ν)

  • 2 μουσείο(ν)

    το музей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μουσείο(ν)

  • 3 μουσείο

    [мусио] ουσ. о. музей,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσείο

  • 4 μουσείο

    [мусио] ουσ ο музей.

    Эллино-русский словарь > μουσείο

  • 5 ένας

    μιά(μία), ένα 1. αριθ. один (одна, одно);

    § ένας κι' ένας — один к одному, как один, как на подбор;

    ένας - ένας один за другим, по одному;

    ένας καί μοναδικός — один-единственный;

    ένας μ' 'ένα — один на один;

    όλοι μέχρις ενός все до одного;
    με μιά λέξη одним словом; με μιά φωνή в один голос; *ίνα από τα δυό одно из двух; μιά γιά πάντα или μιά και καλή раз навсегда; έφυγε μιά και καλή он ушёл навсегда; ένα προς ένα пр порядку; διά (или γιά) μιάς или με μιάς сразу; вдруг, внезапно; одним духом, залпом (разг); ένας δεν..., *ίνας να μη... ни один... ни другой...; ένας δεν βρίσκεται να πεί καλό γι' αυτόν, ένας να μη μείνει πίσω никто не может о нём сказать ничего хорошего; μιά... μιά... то... то...; μιά θα πάς μιά δεν θα πας то ты пойдёшь, то ты не пойдёшь; μιά... και μιά... сначала..., затем...; μιά καί... раз..., если...; μιά και πας εσύ στο μουσείο... раз ты идёшь в музей; μιά κι' είναι έτσι, τότε... раз так, то...; είναι μία περασμένη уже второй час; κτύπησε μία пробил час; είναι

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένας

  • 6 καί

    (κ;
    κι') σύνδ. 1) и, да; также, тоже;

    εγώ καί συ — я и ты;

    δυό καί δυό κάνουν τέσσερα — два и два четыре;

    καλό κι' αυτό и это хорошо;
    θα πάω κι' εγώ στο θέατρο я тоже пойду в театр; 2) а; εγώ κλαίω, και συ γελάς я плачу, а ты смеёшься; καί συ, Πέτρο; а ты, Пётр?; θα πάω κι' εγώ στο μουσείο, και δεν πας; я тоже пойду в музей, а почему бы тебе не пойти?; 3) даже; τρέμω και να το συλλογιστώ мне страшно даже об этом подумать; αυτό το ξέρει και ένα μικρό παιδί это знает даже малый ребёнок; 4) как; δεν είμαι σαν και σένα я не такой как ты; 5) что; θαρρείς και λέω ψέματα; думаешь, что я вру?; βλέπω κ' έχεις κέφι я вижу, что ты в хорошем настроении; 6) потому что; μην επιμένεις και δεν έχεις δίκιο не спорь, (потому что) ты не прав; 7) или; καί να θέλεις και να μη θέλεις, θα γίνει хочешь ты или не хочешь, но это случится; 8) когда, как, как только; δεν είχα καλά-καλά ξεκινήσει κ' έπιασε η μπόρα не успел я уйти, как начался дождь; 9): τον βρήκα κι' έτρωγε я его застал за обедом; πηγαίνω και σε καταγγέλλω я ведь могу на тебя и пожаловаться;

    § 6*ν καί ( — или καί πού) — хотя;

    καί λοιπόν; — и что же дальше?;

    καί οι δυό — оба;

    κι' έτσι итак;
    όλα κι' όλα довольно!, хватит!; ένας κ' ένας один к одному;

    καί.... ακόμη — или ακόμη καί — даже;

    καί έπειτα; — ну и что же?;

    καί μάλιστα — или καί... μάλιστα — и даже;

    καί όμως — всё-таки, тем не менее, однако;

    όμως καί — но и, но если даже;

    καί πού είσαι ακόμη! — это ещё не всё;

    καί ως τόσο — однако, тем не менее, всё-таки;

    ως καί — даже;

    αλλά καί — или μα καί — но и;

    μιά καί — поскольку, раз, так как;

    καί μιά καί δυό — сразу же, немедленно;

    όποιος (δσος, б, τι κ.λ.π.) κι' άν (καί να) кто (сколько, что) бы ни...;

    καί άν ( — или κι' άν, καί νά) — если (бы);

    κι' αν... κι' άν ( — или καί να... και να) — или... или;

    καί άς или κι' άς хотя, пусть (даже)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καί

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»